Το κυνήγι μαγισσών στο Σάλεμ

Το χειμώνα του 1692, 200 περίπου χρόνια μετά την έναρξη του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη, η Ελίζαμπεθ Πάρις (Μπέτι), 9 ετών, και η Άμπιγκεϊλ Ουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα, τα οποία κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει, μέχρι που ένας εξ αυτών, o Γουίλιαμ Γκριγκς, απεφάνθη ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν κραυγές, βλασφημίες, σπασμούς, μυστήριες επικλήσεις και κατάσταση έκστασης και σύντομα παρατηρήθηκαν και σε άλλα κορίτσια της πόλης. Έτσι ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, πατέρας της Μπέτι, ζήτησε βοήθεια και από γειτονικές πόλεις, ενώ και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους ανθρώπους που καταπιάνονταν με "έργα του Διαβόλου".

Ο αιδεσιμότατος Πάρις άρχισε να υποψιάζεται την Τιτούμπα, ινδιάνα σκλάβα που είχε γεννηθεί στη Νότια Αμερική και είχε φέρει μαζί του από την Καραϊβική (νησιά Μπαρμπάντος), γνώστρια της μαγικής λατρείας της Obeah. Τα κορίτσια του χωριού επισκέπτονταν συχνά την Τιτούμπα για να τους πει το μέλλον ή να τη συμβουλευτούν για ό,τι άλλο τις ενδιέφερε, γνωρίζοντας όμως πως αυτό απαγορευόταν αυστηρά τότε, καθώς στο πουριτανικό περιβάλλον όπου ζούσαν, οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση πέραν του καθιερωμένου θεωρούνταν ως μαγεία, άρα συνεργασία με το Διάβολο. Σύμφωνα με τις ιστορίες, ο Πάρις κάποια στιγμή την είδε να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι, απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό κι εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε στοχεύοντας τη θεραπεία των κοριτσιών. Ο Πάρις δεν την πίστεψε και, χτυπώντας την, εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ήταν η υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την Ελίζαμπεθ, την κόρη του, να αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα, ενώ και η ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ, βεβαίωσε πως κάποια άτομα στην πόλη είχαν συνάψει συμφωνία με τον Διάβολο.

Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία. Οι πρώτες γυναίκες για τις οποίες βγήκε ένταλμα σύλληψης στις 29 Φεβρουαρίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός Γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εκκλησιαζόταν και είχε νομικές αντιμαχίες με την οικογένεια Πάτναμ. Την επόμενη μέρα, έφτασαν στην πόλη δυο δικαστές, ο Τζον Χάθορν κι ο Τζόναθαν Κόργουιν. Η Σάρα Γκουντ αρνήθηκε ότι έχει σχέση με τη μαγεία. Ωστόσο, κατά την απολογία της, μια από τις κοπέλες άρχισε να καταλαμβάνεται από σπασμούς και οι υπόλοιπες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, ούρλιαζαν πως το πνεύμα της Σάρα τους επιτίθετο. Μια γυναίκα στον τόπο της δίκης, η Μάρθα Κόρι, σηκώθηκε και έβαλε τα γέλια βλέποντας τα κορίτσια να παίζουν θέατρο απροκάλυπτα (αργότερα κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε κι η ίδια σε θάνατο). Το ίδιο επαναλήφθηκε και κατά την απολογία της Σάρα Όσμπορν και της Τιτούμπα, η οποία ήταν η μόνη από τις τρεις που ομολόγησε ότι την είχε επισκεφτεί ο Σατανάς και ζήτησε να τον υπηρετήσει, ενώ αποκάλυψε ότι δεν ήταν μόνο εκείνη στην πόλη που συνεργαζόταν με το Σατανά. Η ομολογία της αυτή έσπειρε πανικό και υστερία στο Σάλεμ, και άρχισε ένα "κυνήγι μαγισσών".

Οι τρεις αυτές γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και την 1η Μαρτίου οδηγήθηκαν στη φυλακή. Από εκείνη τη στιγμή, όποιος καταγγέλλεται από τα κορίτσια συλλαμβάνεται και περνά από δίκη με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, ενώ και άλλα μέλη της κοινωνίας κατηγορούν συμπολίτες τους για επίθεση. Μέχρι τον Ιούνιο, πάνω από 100 άτομα έχουν καταγγελθεί. Οι δίκες επεκτείνονταν και σε γειτονικές πόλεις, πέραν των αρχικών Σάλεμ Βίλατζ και Σάλεμ Τάουν. Καθώς όμως οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών γέμιζαν, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα, καθώς όλοι οι κρατούμενοι δεν ήταν δυνατόν να δικαστούν. Ήταν λοιπόν ευκαιρία να αρχίσουν να εφαρμόζονται ποινές.


Τον Ιούνιο του 1692, στο Σάλεμ στήθηκε δικαστήριο με επικεφαλής τον δικαστή Γουίλιαμ Στάουτον, ο οποίος περιγράφεται ως χωρίς οίκτο και με δίψα για την εξουσία. Η πρώτη που δικάστηκε και καταδικάστηκε ήταν η Μπρίτζετ Μπίσοπ, η οποία εκτελέστηκε στις 10 Ιουνίου στο Γκάλοους Χιλ. Ακολούθησε η δίκη της Ρεμπέκα Νερς και 40 άλλων γυναικών, ανάμεσα στις οποίες και η Σάρα Γκουντ (η Σάρα Όσμπορν είχε ήδη πεθάνει πριν την τελική της δίκη). Όταν όμως ξαναπέρασαν από δίκη, το δικαστήριο δίστασε να καταδικάσει τη Ρεμπέκα Νερς, καθώς επρόκειτο για μια ευυπόληπτη κάτοικο του Σάλεμ, η οποία δεν είχε δώσει καθόλου δικαιώματα για αμφισβήτηση. Επενέβη ο δικαστής Στάουτον, ο οποίος ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης και τελικά την οδήγησε στην εκτέλεσή της στις 19 Ιουλίου. Τον Αύγουστο, πραγματοποιήθηκε μια τρίτη μεγάλη δίκη με έξι κατηγορούμενους, οι οποίοι καταδικάστηκαν και αυτοί σε θάνατο εκτός της Ελίζαμπεθ Πρόκτορ, η οποία ήταν έγκυος, γεγονός που καθυστέρησε την εκτέλεσή της και τελικά της έσωσε τη ζωή. Το Σεπτέμβριο το δικαστήριο συνεδρίασε για τελευταία φορά και ανήγγειλε ακόμα 15 καταδίκες.

...Μου είπανε πως αν δεν ομολογούσα, θα με κλείνανε μέσα στο μπουντρούμι και θα κατέληγα στην κρεμάλα, αλλά αν ομολογούσα θα έσωζα τη ζωή μου. — Μάργκαρετ Τζέικομπς

Μόνο όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους γλίτωσαν την εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτελέστηκαν συνολικά 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός, που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις υποτιθέμενων μαγισσών. Από αυτούς, μόνον οι πέντε ήταν άνδρες. Εκτός από τους εκτελεσθέντες, υπήρχαν και κατηγορούμενοι, οι οποίοι τελικά πέθαναν μες στη φυλακή: οι ιστορικές πηγές δε συμφωνούν μεταξύ τους για τον ακριβή αριθμό αυτών των ατόμων.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το κυνήγι μαγισσών στο Σάλεμ
4/ 5
Oleh