Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 1985. Η επέτειος του πολυτεχνείου κλείνει με την καθιερωμένη πορεία προς την Αμερικανική πρεσβεία. Παρά τους φόβους της αστυνομίας δεν έγιναν σοβαρά επεισόδια. Μόνο μια τζαμαρία του ξενοδοχείου "Χίλτον" έσπασε από τις πέτρες των αναρχικών, αυτό όμως δεν ήταν ένα σοβαρό συμβάν. Έξω από το Πολυτεχνείο παραμένει μια κλούβα των ΜΑΤ για προληπτικούς λόγους και τέσσερις αστυνομικοί κατευθύνονται προς την πλατεία Εξαρχείων.

Η κίνηση αυτή ήταν μάλλον απερίσκεπτη αλλά οι τέσσερις αστυνομική πεινούσαν. Οι τρεις μπαίνουν σε ένα σουβλατζίδικο και ο ένας σε ένα ζαχαροπλαστείο. Τότε μια ομάδα αναρχικών περικυκλώνει το σουβλατζίδικο. Οι νεαροί αρχίζουν να τους βρίζουν, να τους απειλούν και να τους "διατάζουν" να μην ξανά πατήσουν στην πλατεία. Οι αστυνομικοί είναι τρομοκρατημένοι. Ο αστυνομικός που βρίσκονταν στο ζαχαροπλαστείο προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του και ζήτησε τα στοιχεία και τις ταυτότητες τους. Αυτό εξόργισε τους νεαρούς και η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι αναρχικοί επιτέθηκαν στους αστυνομικούς αλλά τελικά οι πιο ψύχραιμοι μπόρεσαν να τους απεγκλωβίσουν.

Μετά από λίγα λεπτά οι αναρχικοί κατευθύνονται προς την κλούβα των ΜΑΤ. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο δεκαπεντάχρονος Μιχάλης Καλτεζάς. Οι αστυνομικοί παρά την επίθεση που είχαν δεχθεί δεν είχαν πάρει μέτρα προφύλαξης. Μερικοί βρίσκονταν μέσα στην κλούβα και άλλοι έξω από αυτήν. Ανάμεσα τους και ο Αθανάσιος Μελίστας. Μια βόμβα μολότοφ σκάει πάνω στην κλούβα. Ο εφιάλτης έχει ξεκινήσει. Τα ΜΑΤ αμύνθηκαν με δακρυγόνα ενώ οι αναρχικοί συνέχιζαν να πετάνε μολότοφ εκ τον oποίον μια από αυτή προκαλεί φωτιά στο μπροστινό μέρος της κλούβας.

Οι άντρες των ΜΑΤ πετάγονται έξω ενώ κάποιοι πηγαίνουν στο πίσω μέρος που δεν καίγεται. Η φωτιά τρομοκρατεί τους ένστολους και μερικοί βγάζουν τα περίστροφα τους και πυροβολούν στον αέρα. Οι νεαροί δεν περίμεναν αυτήν την αντίδραση και τρέχουν προς την πλατεία. Ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας είναι μεταξύ αυτών που παραμένουν στην κλούβα που φλέγεται. Βγάζει κι αυτός το περίστροφο του και πυροβολεί, οι νεαροί τρέχουν προς την πλατεία βρίζοντας τους αστυνομικούς. Λίγοι συνειδητοποιούν οτι ένας νεαρός έχει πέσει κάτω αιμόφυρτος. Η σφαίρα του αστυνομικού τον έχει πετύχει στην βάση του κρανίου του.

Ήταν το άψυχο σώμα του Μιχάλη Καλτεζά το οποίο μεταφέρεται αμέσως στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός". Μετά από λίγη ώρα η Ζωή Καλτεζά, η μητέρα του Μιχάλη, σηκώνει το τηλέφωνο. Ήταν ήδη ανήσυχη, γιατί ο γιός της είχε αργήσει να γυρίσει και τον έψαχνε απο της οκτώ το απόγευμα μαζί με τον σύζυγο της, ο Μιχάλης όμως δεν ήταν στα γνωστά του στέκια. Η ώρα είχε πάει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Σηκώνοντας το τηλέφωνο μαθαίνει ότι ο γιός της ήταν στα επεισόδια του πολυτεχνείου και τώρα νοσηλεύεται στον "Ευαγγελισμό". Η τραγική μάνα με τον σύζυγο της σπεύδουν στο νοσοκομείο και μαθαίνουν την φρικτή είδηση. Ο Μιχάλης είναι νεκρός. Η μάνα λιποθυμάει αμέσως. Το 1985 οι μαθητές όλων των σχολείων της Αττικής κατεβαίνουν στο πολυτεχνείο. Το τραγικό αυτό γεγονός εξόργισε την νεολαία και κλόνισε την κυβέρνηση του Αντρέα Παπανδρέου.

Η είδηση της δολοφονίας αναστατώνει τα εξάρχεια. Τότε δεν υπήρχαν κινητά αλλά ο κόσμος της πλατείας εξαιτίας της επετείου του πολυτεχνείου, βρισκόταν σε εγρήγορση. Η ενημέρωση επομένως είναι γρήγορη και αποτελεσματική. Σε λίγα λεπτά μαζεύονται εκατοντάδες άτομα. Φωνάζουν συνθήματα κατά του κράτους και αρχίζουν οι πρώτες καταστροφές κυρίως τραπεζών. Όσο περνάει η ώρα το πλήθος μεγαλώνει και οι καταστροφές αυξάνονται.

Το 1985 ήταν η δεύτερη περίοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Οι εφημερίδες που επρόσκειντο στην Νέα Δημοκρατία έκαναν σκληρή επίθεση στην κυβέρνηση. Μάλιστα η εφημερίδα "Ελεύθερος τύπος" έγραψε: "Η αστυνομία του ΠΑΣΟΚ σκότωσε 15 χρονο παιδί!". Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατήγγειλε τον πρωθυπουργό για συγκάλυψη και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι έχει ευθύνες για την γενικότερη ανοχή της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η δολοφονία ενός παιδιού και ο κίνδυνος που βίωσαν κάποιοι αστυνομικοί να περάσουν στα ψιλά γράμματα της κομματικής αντιπαράθεσης. Τα κόμματα έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν τα τελευταία σαράντα χρόνια. Κατηγορούσαν το ένα το άλλο,προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους και απέφυγαν με κάθε τρόπο να εμβαθύνουν στα αιτία των γεγονότων.

Στις 18 Νοεμβρίου διοργανώνεται τεράστια πορεία διαμαρτυρίας. Οι διαδηλωτές ξεκινώντας από το Πολυτεχνείο, ανεβαίνουν στην οδό σταδίου, όπου υπάρχουν πολλά κεντρικά καταστήματα τραπεζών. Τα σπάνε και συνεχίζουν τις επιθέσεις τους στις τράπεζες στην οδό Αιόλου. Οι ταραχές κράτησαν τρεις μέρες οργής και καταστροφής, καθώς οι αναρχικοί έσπαγαν κατά κύριο λόγο τράπεζες και κρατικά κτίρια, αλλά και κάποιοι επιτέθηκαν και σε βιτρίνες καταστημάτων ενώ κάηκαν και πολλά αυτοκίνητα. Σε κάποιες περιπτώσεις έγιναν και λεηλασίες. Η Αθήνα δονούνταν διαρκώς από συνθήματα κατά του Μελίστα και του αστυνομικού κράτους.

Οι αναρχικοί κατέλαβαν το χημείο στην οδό Σόλωνος προκαλώντας σημαντικές ζημιές, καταστροφές στο κτίριο, στα εργαστήρια και στο ερευνητικό έργο πολλών επιστημόνων. Ο πρύτανης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συμφωνία με την κυβέρνηση αποφάσισε την άρση του ασύλου. Οι καταληψίες απείλησαν ότι με τα υλικά που βρίσκονταν στο κτίριο θα έφτιαχναν βόμβες και θα θρηνούσαμε πολλά θύματα. Ωστόσο είτε επειδή δεν ήξεραν είτε επειδή δεν θέλανε, δεν κατασκεύασαν βόμβες κι έτσι άρχισε η επιχείρηση της αστυνομίας για την εκκένωση του Χημείου. Μετά από ρίψεις δακρυγόνων οι αστυνομικοί εισβάλουν και συλλαμβάνουν τριάντα εφτά καταληψίες.

Εκείνη την περίοδο οι αστυνομικοί δέχονται έντονη κοινωνική κριτική, οι ίδιοι όμως δήλωναν συγκινημένοι από τον θάνατο του Μιχάλη και έλεγαν ότι δεν θα έπρεπε να θεωρούνται όλοι δολοφόνοι. Η κηδεία του Μιχάλη στης 19 Νοεμβρίου 1985 μετατρέπεται σε τεράστια λαϊκή διαδήλωση διαμαρτυρίας. Το συλλυπητήριο τηλεγράφημα των κομμάτων δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη από τους εκατοντάδες που βρίσκονται στην κηδεία.

Η δίκη του αστυνομικού διεξάγεται τρία χρόνια μετά, τον Σεπτέμβριο του 1988. Στα δικαστήρια το κλίμα ήταν εκρηκτικό και η αστυνομία είχε πάρει αυστηρά μέτρα. Μέσα στην δικαστική αίθουσα ξεχωρίζουν οι τραγικές φιγούρες των γονιών του αδικοχαμένου μαθητή, ενώ απέναντι φοβισμένοι και ανήσυχοι για το μέλλον του παιδιού τους οι γονείς του Μελίστα. Ο Μελίστας κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία από πρόθεση, καθ'υπέρβασιν των ορίων αμύνης εν βρασμώ ψυχικής ορμής. Το ουσιαστικό νομικό ζήτημα ήταν αν πυροβόλησε από δικαιολογημένο φόβο και ταραχή. Αν ίσχυε αυτό τότε η ποινή του θα ήταν ασήμαντη. Αν πυροβόλησε όμως χωρίς φόβο και ταραχή τότε η ποινή του θα ήταν μεγάλη. Το δικαστήριο θεωρούσε δεδομένο το θέμα του φόβου, έτσι δεν κινδύνευε με σοβαρές νομικές συνέπειες.

Η απολογία του αστυνομικού ήταν η εξής: "Όταν δεχτήκαμε την επίθεση των αναρχικών, βρισκόμουν μέσα στο όχημα. Έριχναν βόμβες μολότοφ. Μια από αυτές μπήκε στην κλούβα και πήρε φωτιά. Έτσι αναγκάστηκα να πυροβολήσω προς εκφοβισμό μέσα από την κλούβα". Οι δικηγόροι της οικογένειας Καλτεζά υποστήριξαν ότι ο Μελίστας έλεγε ψέματα και ότι δεν βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Μελίστας συνεχίσει λέγοντας "Προφανώς το βλήμα εξοστρακίστηκε και έτσι έπληξε τον άτυχο νέο. Λυπάμαι ειλικρινά για το κακό που έγινε άθελα μου". Η βαλλιστική έρευνα έδειξε όμως ότι η σφαίρα δεν είχε εξοστρακιστεί. Ο ιατροδικαστής ήταν σαφής: "Το θύμα πυροβολήθηκε ευθέως από τον κατηγορούμενο". Υπέρ του Μελίστα θα καταθέσουν οι συνάδελφοι του.

Ένας από αυτούς θα υποστηρίξει: "Εκείνη την στιγμή η κλούβα ήταν κόλαση. Αν δεν πυροβολούσε δεν θα ζούσα ούτε εγώ σήμερα. Θα είχαμε καεί ζωντανοί". Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκαν μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων που υποστήριξαν ότι είδαν τον Μελίστα έξω από το αστυνομικό όχημα να γονατίζει, να σημαδεύει και να πυροβολεί. Ωστόσο όλοι οι μάρτυρες αμφισβητήθηκαν έντονα από τους συνηγόρους και των δύο πλευρών.

Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν υπέρ του Μελίστα. Με τέσσερις ψήφους υπέρ και τρεις κατά επιβλήθηκαν δύο χρονια φυλάκιση με αναστολή για ανθρωποκτονία καθ'υπέρβασιν των ορίων αμύνης και έξι μήνες για οπλοχρησία, επίσης με αναστολή. Η δίκη του Μελίστα σε δεύτερο βαθμό έγινε τον Ιανουάριο του 1990. Ο Μελίστας πέντε χρόνια μετά εμφανίζεται συγκλονισμένος. Στην απολογία του ξεσπάει σε κλάματα και ο πρόεδρος αναγκάζεται να διακόψει τη δίκη.

Δεν είναι ο "αδίστακτος πιστολέρο" όπως τον περιέγραφαν οι μάρτυρες στην πρώτη δίκη, αλλά ένας άνθρωπος που ζητάει από τη μητέρα του θύματος να τον συγχωρέσει. Ωστόσο ο κατηγορούμενος έδειχνε ότι δεν είχε ανάγκη τόσο από την επιείκεια των δικαστών, όσο από τη λύτρωση από την μάνα του Μιχάλη. Οι τύψεις του τον οδηγούν στην Ζωή Καλτεζά με σκυμμένο το κεφάλι και της ψελλίζει "συγγνώμη". Αργότερα η μητέρα του δεκαπεντάχρονου θα πει οτι δεν μπορεί να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με το μίσος και έτσι βρήκε την δύναμη να τον συγχωρέσει. Ο Μελίστας σωστό ανθρώπινο ράκος ακούμπησε στον τοίχο και συνέχισε να κλαίει.

Το Εφετείο θα αθωώσει τον Μελίστα πανηγυρικά, με ψήφους έξι προς μία. Η μάνα του Καλτεζά το θεώρησε δεδομένο ότι θα αθωωθεί ο κατηγορούμενος και δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Δεν θα μπορούσε να ακούσει τα χειροκροτήματα των συναδέλφων του Μελίστα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά
4/ 5
Oleh