Ο δήμιος των Παρισίων

Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν (Charles Henri Sanson, 15 Φεβρουαρίου 1739 - 4 Ιουλίου 1806) ήταν ο βασιλικός δήμιος της Γαλλίας στην αυλή του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και Δήμιος της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Εκτέλεσε την θανατική ποινή στο Παρίσι επί 40 και πλέον χρόνια, ενώ από το χέρι του θανατώθηκαν γύρω στα 3.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Βασιλιά.

Ο Σανσόν ήταν ο 4ος στη δυναστεία των έξι γενεών δημίων, που ανάγεται στον 17ο αιώνα. Ο προπάππος του ήταν στρατιώτης του βασιλικού στρατού και ονομαζόταν Σαρλ Σανσόν (1658-1695) από την Αμπεβίλ (Abbeville) και διορίστηκε Δήμιος των Παρισίων το 1684. Όταν πέθανε το 1695, ο πατριάρχης των Σανσόν, το αξίωμα πέρασε στον γιο του, επίσης Σαρλ (1681- 12 Σεπτεμβρίου 1726). Μετά το θάνατο και του δεύτερου Σαρλ, ορίστηκε προσωρινά αναπληρωτής του κατά το πρότυπο του αντιβασιλέα, μέχρι να ενηλικιωθεί νεότερος γιος του, Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν (1719 - 4 Αυγούστου 1778). Ο Σανσόν εκείνος σε όλη του την ζωή ήταν ανώτερος δήμιος και κατά την περίοδο εκείνη απέκτησε 10 παιδιά. Ο μεγαλύτερος από τους γιους του, ο Σαρλ Ανρί, γνωστός και ως ο "Σανσόν ο Μέγας" - μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του επί μία εικοσαετία και ανέλαβε καθήκοντα στις 26 Δεκεμβρίου 1778.

Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν γεννήθηκε στο Παρίσι, γιος του Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν από την πρώτη του σύζυγο, την Μαντλέν Τρονσόν. Μεγάλωσε αρχικά στο σχολείο-μοναστήρι της Ρουέν ως το 1753, όταν ο πατέρας του αναγνωρίστηκε ως δήμιος από έναν συμμαθητή του Σαρλ Ανρί. Έτσι, ο μικρός Σαρλ έφυγε από το σχολείο, για να μην αμαυρωθεί η φήμη του. Εν συνεχεία μορφώθηκε με ιδιωτικό δάσκαλο και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν με σκοπό να γίνει γιατρός, μιας και δεν του άρεσε η δουλειά του πατέρα του.

Ο πατέρας του έμεινε παράλυτος και η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του, η Αν-Μαρτ Σανσόν, τον έπεισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να αναλάβει δήμιος για να βγάλει τα προς το ζειν. Ως δήμιος (bourreau), έγινε γνωστός με την ονομασία "Monsieur de Paris“ - "Κύριος των Παρισίων“. Στις 10 Ιανουαρίου 1765 παντρεύτηκε την δεύτερη σύζυγό του, Μαρί-Αν Ζουζιέ (Marie-Anne Jugier). Απέκτησαν δύο γιους: τον Ανρί (1767–1830), ο οποίος έγινε ο επίσημος διάδοχός του, και τον Γκαμπριέλ (1769–1792), ο οποίος επίσης εργάστηκε στην δουλειά της οικογένειάς του.

Το 1757 ο Σανσόν βοήθησε τον θείο του, Νικολά Σαρλ Γκαμπριέλ (1721–1795, δήμιο της Ρέιμς) με την ειδεχθή εκτέλεση του επίδοξου δολοφόνου του βασιλιά, Ρομπέρ-Φρανσουά Νταμιέν (Robert-François Damiens).Η συμβολή του Σαρλ Ανρί ήταν μεγάλη στο να γίνει σωστά η εκτέλεση και με λιγότερο πόνο, καθώς διήρκεσε λίγο (η εκτέλεση ήταν διαμελισμός). Έπειτα από το γεγονός αυτό, ο θείος του παραιτήθηκε από τη θέση του. Το 1778 ο Σαρλ-Ανρί παρέλαβε επίσημα το παλτό με το κόκκινο αίμα, διακριτικό του αρχιδήμιου, από τον πατέρα του Σαρλ-Ζαν-Μπατίστ και υπηρέτησε στη θέση εκείνη επί 38 χρόνια, μέχρι που ο γιος του, Ανρί, τον διαδέχθηκε το 1795 (ο Σαρλ Ανρί είχε ασθενήσει). Η πλειονότητα των εκτελέσεων γίνονταν από τον Σανσόν και ως 6 βοηθούς.

Συνολικά, ο Σαρλ Ανρί εκτέλεσε 2.918 άτομα, ανάμεσα στα οποία και ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄. Παρότι ποτέ δεν ήταν υποστηρικτής της μοναρχίας, ωστόσο ήταν αρχικά απρόθυμος να εκτελέσει τον Λουδοβίκο, ώσπου υποχώρησε στο τέλος. Η βασίλισσα, Μαρία Αντουανέτα, εκτελέστηκε από τον γιο του, τον Ανρί, ο ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1795 (ο Σανσόν ο Μέγας είχε παραστεί απλώς στην εκτέλεση της βασίλισσας το 1793). Εν συνεχεία, χρησιμοποιώντας την λαιμητόμο, ο Σανσόν και οι άνδρες του εκτέλεσαν πλήθος επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους ο Δαντών, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ,ο Εμπέρ και ο Ντεμουλέν.

Έπειτα από την Επανάσταση, ο Σανσόν συνετέλεσε τα μέγιστα στο να εισαχθεί και να καθιερωθεί η χρήση της γκιλοτίνας ως μέσου εκτέλεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την δημόσια πρόταση του Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν για μια εκτελεστική μηχανή, ο Σανσόν κατέθεσε ένα μοναδικό σε αξία υπόμνημα προς την Νομοθετική Συνέλευση. Ο Σανσόν διατηρούσε και είχε στην κατοχή του όλο τον εξοπλισμό του. Υποστήριξε ότι οι πολλές εκτελέσεις - οι οποίες είχαν γίνει νόρμα-, ήταν πολύ απαιτητικές για τις παλιές μεθόδους.


Τα σχετικά ελαφρού βάρους εργαλεία του ήταν ευαίσθητα λόγω της συχνής χρήσης και το κόστος της επισκευής τους επιβάρυνε τον δήμιο, κάτι που ο ίδιος χαρακτηρίζει άδικο στο υπόμνημά του. Ακόμα χειρότερα, η σωματική κόπωση του εκτελεστή μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σφάλματα και ατυχήματα κατά τις εκτελέσεις των θυμάτων. Τα ίδια τα θύματα θα μπορούσαν να καταφύγουν σε πράξεις απόγνωσης εξαιτίας της αγωνίας τους για την μακρόχρονη και απρόβλεπτη διαδικασία της εκτέλεσης.

Όταν το πρωτότυπο μοντέλο της λαιμητόμου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο του Μπισέτρ (Bicêtre) του Παρισιού, στις 17 Απριλίου 1792, ο ίδιος ο Σανσόν επέβλεψε την διαδικασία. Πρώτα δοκιμάστηκε σε δεμάτια από άχυρα, έπειτα σε ζωντανά πρόβατα και εν τέλει σε ανθρώπινα πτώματα. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο Σανσόν κήρυξε επιτυχημένο το μηχάνημα. Εντός μίας εβδομάδας, η χρήση της γκιλοτίνας εγκρίθηκε από την Συνέλευση και στις 25 Απριλίου 1792 ο Σανσόν εκτέλεσε τον πρώτο κατάδικο με την νέα μηχανή, τον ληστή Νικολά Ζακ Πελετιέ στην Πλατεία της Γκρεβ (Place de Grève).

Στον ελεύθερό του χρόνο ο Σανσόν τεμάχιζε τα θύματά του και έφτιαχνε φάρμακα χρησιμοποιώντας βότανα που είχε στον κήπο του. Επίσης, έπαιζε βιολί και τσέλο, ενώ άκουγε την μουσική του Γκλουκ. Συχνά συναντούσε τον στενό του φίλο Τόμπιας Σμιτ, έναν Γερμανό κατασκευαστή μουσικών οργάνων, ο οποίος αργότερα θα κατασκεύαζε και την γκιλοτίνα του Σανσόν.

Σύμφωνα με μία ανεκδοτική αναφορά, ο Σαρλ-Ανρί Σανσόν έπειτα από την συνταξιοδότησή του συνάντησε τον Ναπολέοντα και ο τελευταίος τον ρώτησε αν μπορούσε να κοιμηθεί όταν είχε εκτελέσει περισσότερα από 3.000 άτομα. Η λακωνική απάντηση του δημίου ήταν: "Αφού οι αυτοκράτορες, οι βασιλείς και οι δικτάτορες μπορούν να κοιμούνται καλά, γιατί δεν θα μπορούσε ένας δήμιος;"

Ο νεότερος γιος του Σανσόν, ο Γκαμπριέλ (1769–27 Αυγούστου 1792) ήταν βοηθός του και πιθανός διάδοχός του από το 1790, ωστόσο πέθανε ξαφνικά γλιστρώντας από το ικρίωμα, ενώ έδειχνε ένα κομμένο κεφάλι στο πλήθος.[7] Ο τραγικός θάνατος του Γκαμπριέλ σήμαινε ότι το κληρονομικό επάγγελμα πέρασε στον μεγαλύτερο γιο του, Ανρί (1767–1840), ο οποίος ήταν στρατιώτης κατά την Επανάσταση (δεκανέας και στη συνέχεια λοχίας της εθνοφρουράς στο Παρίσι, εν συνεχεία στο πυροβολικό και στην δικαστική αστυνομία). Παντρεύτηκε τη Μαρί-Λουίζ Νταμιντό (Marie-Louise Damidot). Ο Ανρί ανέλαβε επίσημα καθήκοντα τον Απρίλιο του 1793 και παρέμεινε ο επίσημος Δήμιος των Παρισίων επί 47 χρόνια. Μεταξύ άλλων, καρατόμησε την Μαρία Αντουανέτα και τον εισαγγελέα Φουκέ-Τενβίλ.

Ο εγγονός του Σαρλ Ανρί, Ανρί-Κλεμάν Σανσόν, ήταν ο 6ος και τελευταίος της δυναστείας των δημίων. Υπηρέτησε ως το 1847. Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν πέθανε στις 4 Ιουλίου 1806 και ετάφη σε οικογενειακό τάφο στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης στο Παρίσι.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο δήμιος των Παρισίων
4/ 5
Oleh