Ο Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο θεωρείται ένας από τους πιο βίαιους και διαβολικότερους δολοφόνους όλων των εποχών. Γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1936 σε ένα χωριό της, υπό Σοβιετικό καθεστώς, Ουκρανίας και ήταν βέβαιο πως δεν θα γινόταν ποτέ ένας κανονικός άνθρωπος. Το μεγάλο σεξουαλικό πρόβλημα που είχε δεν θα του επέτρεπε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή αλλά δεν θα ήταν ικανό, από μόνο του, να τον κάνει το τέρας που θα γινόταν. Η παιδική του ηλικία στοιχειώθηκε από τις ιστορίες της μητέρας του για τον μικρό του αδελφό, Στεπάν, που λίγο καιρό πριν την γέννηση του είχε απαχθεί και φαγωθεί από γείτονες. Απίστευτη ιστορία για τις μέρες μας αλλά όχι για την Ουκρανία την περίοδο του Στάλιν όπου η πείνα θέριζε τον πληθυσμό. Έζησε πολύ άσχημα παιδικά χρόνια και το 1943 είδε τη μητέρα του να βιάζεται από Γερμανούς (ο βιασμός οδήγησε στη γέννηση της αδελφής του). Ο πατέρας του έλειπε στον πόλεμο και αιχμαλωτίστηκε από τους Ναζί. Επέστρεψε το 1949 και αντί να τιμηθεί κατηγορήθηκε για προδοσία.
Παρ' όλα αυτά ο Τσικατίλο στράφηκε από νωρίς στο κόμμα και στο διάβασμα. Στα 18 του διέγνωσε το μεγάλο του σεξουαλικό πρόβλημα όταν δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σχέσεις του με μια κοπέλα η οποία μάλιστα τον έκανε βούκινο σε όλη την τοπική κοινωνία. Τελικά το 1963 παντρεύτηκε μια φίλη της αδελφής του και το 1965 έκαναν το πρώτο του παιδί τη Λουντμίλα. Ο Τσικατίλο δεν μπορούσε να έρθει σε πλήρη σεξουαλική επαφή και η σύλληψη έγινε με έναν τρόπο που είχε σκαρφιστεί. Το 1966 ήρθε και το δεύτερο παιδί ο Γιούρι. Έχοντας πάρει, δια αλληλογραφίας, πτυχίο στη ρωσική φιλολογία άρχισε μαθήματα σαν δάσκαλος αλλά σύντομα άρχισαν τα παράπονα. Κακοποιούσε παιδιά αλλά οι καταγγελίες οδήγησαν απλά στην απομάκρυνση του από τη θέση και όχι στη φυλακή. Ήταν βλέπετε πιστό μέλος του κόμματος.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1978 ξεκίνησε η περίοδος του τρόμου. Παρασύρει ένα κοριτσάκι εννέα ετών σε ένα παλιό σπίτι που είχε αγοράσει και αφού δεν καταφέρνει να τη βιάσει τη σκοτώνει. Παρά τα στοιχεία που βρέθηκαν εναντίον του (είπαμε μέλος του κόμματος) τελικά ο φόνος χρεώνεται στον Αλεξάντερ Κρατσένκο που είχε εκτίσει στο παρελθόν ποινή για βιασμό. Μετά από βασανιστήρια ομολογεί και εκτελείται. Ο Τσικατίλο γλιτώνει αλλά τρομάζει. Περνούν πάνω από δύο χρόνια όπου καταφέρνει να χαλιναγωγήσει τα άγρια ένστικτα του.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1981, η Larisa Tkachenko, 17 ετών, γίνεται το επόμενο θύμα του. Τη στραγγαλίζει, τη μαχαιρώνει και της γεμίζει το στόμα με χώμα και φύλλα, για να την εμποδίσει να φωνάξει. Η σεξουαλική του ικανοποίηση είναι μεγάλη και αρχίζει να διαμορφώνει το μοντέλο, βάσει του οποίου θα κάνει όλες τις μελλοντικές του επιθέσεις.
Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε νεαρούς φυγάδες από τις οικογενειακές εστίες, και των δύο φύλλων, τους οποίους συναντά σε σταθμούς τραίνων και λεωφορείων κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Τους πλησιάζει ως φίλος για να τους παρασύρει στη συνέχεια σε κοντινές δασώδεις περιοχές, όπου θα τους επιτεθεί, θα προσπαθήσει να τους βιάσει και θα χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του, ως υποκατάστατο του πέους, για να τους ακρωτηριάσει. Σε αρκετές περιπτώσεις θα επιδοθεί σε κανιβαλισμό, τρώγοντας τα γεννητικά όργανα των θυμάτων του, ή θα αφαιρέσει άλλα μέρη του σώματος όπως τις μύτες ή τις γλώσσες. Στα πρώτα θύματα, το «τελετουργικό» περιελάμβανε την ολοσχερή καταστροφή της περιοχής των οφθαλμών, που κατέληγε με την αφαίρεση των βολβών του ματιού. Ο Τσικατίλο, αργότερα, απέδωσε τη συγκεκριμένη βεβήλωση του νεκρού στην πεποίθησή του ότι στα μάτια των θυμάτων του είχε αποτυπωθεί η εικόνα του και έμενε εκεί ακόμη και μετά το θάνατό τους.
Το Σοβιετικό κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει έναν κατά συρροή δολοφόνο αφού αρχικά αρνείται να πιστέψει πως μπορεί να «γεννηθεί» ένας στα... σπλάχνα του. Η αστυνομία κάνει μαζικές συλλήψεις και ασχολείται με συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι ψυχασθενείς. Ο Τσικατίλο συνεχίζει το διαβολικό του έργο.
Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Βίκτορ Μπουράκοφ και η ιδέα του να βάλει μυστικούς αστυνομικούς σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων (εκεί ψάρευε κυρίως θύματα ο Τσικατίλο) αποδίδει. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1984 ο «χασάπης του Ροστόφ» συλλαμβάνεται. Στην τσάντα του βρίσκουν σχοινί, ένα μαχαίρι και βαζελίνη. Τον ανακρίνουν αλλά δεν ομολογεί. Το καθεστώς αρνείται ακόμα να παραδεχτεί πως ένα μέλος του κόμματος είναι ικανό για τέτοια τερατώδη πράγματα. Έχει απαγορεύσει μάλιστα να δημοσιευθεί το τι ακριβώς συμβαίνει. Τελικά μετά από τρεις μήνες και ένα ολέθριο λάθος στις αιματολογικές εξετάσεις ο Τσικατίλο είναι και πάλι ελεύθερος. Σκοτώνει μετά από έξι μήνες, σταματά για περίπου δύο χρόνια και το 1987 ξεκινά και πάλι.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και η αστυνομία καλεί έναν ψυχολόγο (πρωτάκουστο για τα δεδομένα της χώρας), τον Αλεξάντρ Μπουκανόφκσι να βοηθήσει. Δημιουργεί ένα ακριβές προφίλ του δολοφόνου και στις 6 Νοεμβρίου του 1990 ο Τσικατίλο κάνει τον τελευταίο φόνο και το μοιραίο του λάθος. Πριν σκοτώσει την 22χρονη Σβετλάνα Κοροστίκ έχει δώσει τα στοιχεία του σε έναν αστυνομικό που τον είχε σταματήσει. Στις 20 Νοεμβρίου 1990 ενώ πηγαίνει να αγοράσει μπίρα, ο Τσικατίλο συλλαμβάνεται ενώ μια κάμερα απαθανατίζει το γεγονός. Εννέα μέρες σκληρής ανάκρισης και δεν λέει τίποτα. Τελικά αναλαμβάνει ο Μπουκανόφσκι και ο Τσικατίλο σπάει. Ομολογεί 56 φόνους, δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και είναι πρόθυμος να οδηγήσει την αστυνομία στους τόπους των εγκλημάτων του.
Με τη Σοβιετική Ένωση να έχει καταρρεύσει το 1991, η δική του Τσικατίλο, που ξεκινά στις 14 Απριλίου του 1992, γίνεται δημόσιο θέαμα. Στην αίθουσα έχει διαμορφωθεί ένα σιδερένιο κλουβί για το τέρας που εμφανίζεται με ξυρισμένο το κεφάλι και πουκάμισο με ολυμπιακούς κύκλους. Οι συγγενείς των θυμάτων κλαίνε, βρίζουν και ζητούν να τους παραδώσουν τον δολοφόνο για να τον τιμωρήσουν αυτοί. Ο Τσικατίλο δίνει το δικό του σόου. Ξεσπάει, βγάζει λογύδρια, τραγουδάει και γδύνεται. Προσπαθεί να φανεί όσο πιο τρελός γίνεται. Στην απολογία του κατηγορεί τον Στάλιν, το κράτος, την οικογένεια του ακόμα και τον τύπο του αίματος του. Το δικαστήριο δεν πείθεται πως είναι τρελός και δεν ήξερε τι έκανε. Στις 15 Οκτωβρίου 1992 τον βρίσκει ένοχο για 52 φόνους και του επιβάλει την ποινή του θανάτου. Οργισμένος αρχίζει να φωνάζει και λέει ότι έκανε χάρη στην κοινωνία που την απάλλαξε από άχρηστους αλλά οι αστυνομικοί τον βγάζουν από την αίθουσα. Ζητά χάρη αλλά ο Γιέλτσιν αρνείται και στις 14 Φεβρουαρίου 1994 εκτελείται με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Αντρέι Τσικατίλο: Ο χασάπης του Ροστόφ
4/
5
Oleh
ΔΗΜΗΤΡΗΣ