Η παραγγελιά του Νίκου Κοεμτζή



Ο Νίκος Κοεμτζής μόλις είχε βγει από τη φυλακή που είχε μπει για κλοπή. Το βράδυ του Σαββάτου, στις 24 Φεβρουαρίου 1973, πήγε με την παρέα του στο νυχτερινό κέντρο "Νεράιδα" που τραγουδούσε ο Καρουσάκης, για να διασκεδάσουν. Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες («Τα δυο σου χέρια πήρανε …» – ζειμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη) και σηκώθηκε να χορέψει. H πίστα δεν είχε αδειάσει, σύμφωνα και με τον άγραφο νόμο, που θέλει τον χώρο αυτό αποκλειστικά στην διάθεση αυτού που κάνει την παραγγελιά. Ο Τάκης Αθανασιάδης, με υπόδειξη του Νίκου Κοεμτζή και πάλι φώναξε απ' το μικρόφωνο πως το τραγούδι είναι «παραγγελιά».

Ο χώρος αρχίζει ν' αδειάζει. Παραμένουν όμως 5-6 θαμώνες, μεταξύ των οποίων και δυο αστυνομικοί, που συνεχίζουν να χορεύουν, κατ' επιθυμίαν του ενός εξ αυτών (Δημήτρης Πεγιάς), που ήθελε «να φέρει δυο βόλτες ακόμη» και να φύγει με την παρέα του, που ήταν έτοιμη για αναχώρηση. Ο Δημοσθένης Κοεμτζής, παίρνει τότε το μικρόφωνο και φωνάζει επιτακτικά «Καθήστε κάτω ρε! Είπαμε, παραγγελιά!». Οι αστυνομικοί, όπως και άλλοι θαμώνες, τον αγνοούν και εξακολουθούν να χορεύουν το «τραγούδι του». Μεσολαβεί και πάλι ο Σχίζας κι αφού παρακαλεί τους θαμώνες να κατέβουν απ' την πίστα, δίνει εντολή στον Αθανασιάδη, να ξαναπεί το τραγούδι απ' την αρχή.

Σε κάποια στιγμή ο Δημοσθένης Κοεμτζής, σπρώχνει έναν «χοντρό», όπως τον αποκαλούσε, και του δίνει μια γροθιά. Ακολουθεί συμπλοκή, ώσπου κάποιοι θαμώνες τραβούν τον Δημοσθένη Κοεμτζή και τον σέρνουν πάνω στα σπασμένα πιάτα, για να τον βγάλουν έξω από την πίστα και να προλάβουν τα χειρότερα. Ο αδερφός του βλέποντας την σκηνή αυτή και το σκισμένο σακάκι του αδερφού του, βγάζει έναν σουγιά (σύμφωνα με μαρτυρίες, απ' το μανίκι του) και σε έξαλλη κατάσταση, φωνάζοντας «Παραγγελιά ρεεε!» ορμά και αρχίζει να χτυπά αδιακρίτως όσους βρίσκονταν πάνω στην πίστα εκείνες τις στιγμές.

Ακολουθούν σκηνές πανικού, ενώ πολλοί θαμώνες δεν συνειδητοποιούν αμέσως τι συμβαίνει. Το αποτέλεσμα ήταν τρεις νεκροί, δύο αστυνομικοί,·οι Μανώλης Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Πεγιάς, κι ένας πολίτης,·ο Γιάννης Κούρτης) και επτά τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο φίλος τού Νίκου Κοεμτζή, Θωμάς Καραμάνης, που προσπάθησε να τον εμποδίσει. Αξίζει ν' αναφερθεί, ότι ο Γιάννης Κούρτης πλήρωσε με την ζωή του, την προσπάθειά του να σώσει τον τραγουδιστή Αθανασιάδη, όταν είδε τον Νίκο Κοεμτζή να ορμά κατά πάνω του με το μαχαίρι για να τον σκοτώσει.



Στην ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι σκότωναν τον αδελφό του. Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε "κτήνος" και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες ως "κοεμτζήδες". Λόγω της εποχής, των οικογενειακών φρονημάτων του και του ποινικού του ιστορικού πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε από την Πάτρα στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης.

Από τότε πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από την "Ευελπίδων" και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ένας μικροκακοποιός – «φτωχοδιάβολος», γεννημένος σ’ ένα φτωχοχώρι της Πιερίας και κυνηγημένος από μικρό παιδί για τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις αυτού και της οικογένειάς του. Η περιπλάνησή του σε καιρούς φτώχειας και πολιτικού διωγμού τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου κάνει διάφορες δουλειές και έπειτα στην Αθήνα. Φλερτάρει με την παρανομία και μπαίνει για πρώτη φορά φυλακή το 1967-68. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι από την ασιτία και τις κακουχίες.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η παραγγελιά του Νίκου Κοεμτζή
4/ 5
Oleh