Οι Τεντιμπόηδες και ο νόμος 4000

Ο Nόμος 4000 ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 και ήταν ο νόμος που καθόριζε την αντιμετώπιση των νεαρών που ήταν γνωστοί ως τεντιμπόις. Οι «τεντιμπόηδες» εθεωρούντο επικίνδυνοι λόγω της συμπεριφοράς τους, που χαρακτηριζόταν αναιδής και προκλητική από την τότε κυβέρνηση. Το φαινόμενο να γιαουρτώνονται άτομα ξεκίνησε από νέους πλουσίων οικογενειών. Οι πρώτοι πυρήνες των νέων που γιαούρτωναν εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, σε περιοχές όπως η Κυψέλη, το Θησείο και το Μεταξουργείο. Με βάση το νόμο, τιμωρούνταν όσοι προέβαιναν σε πράξεις εξύβρισης. Η αστυνομία συνελάμβανε όσους νεαρούς θεωρούσε ότι διέπρατταν εξύβριση, και τους οδηγούσε στο κρατητήριο, όπου γινόταν σε αυτούς κούρεμα με την ψιλή, τους έσκιζαν τα παντελόνια και εν συνεχεία τους περιέφεραν στο δρόμο εξευτελίζοντάς τους.

O πρώτος Έλληνας που διαπομπεύτηκε με το Νόμο 4000 ήταν ο Αντώνης Μαλανδρής, ο οποίος ζει στις μέρες μας. Στις 31 Αυγούστου 1958, στον κινηματογράφο «Αελλώ» στην Αθήνα, μαζί με έναν ακόμα φίλο του, το Σωτήρη, έριξαν γιαούρτι εναντίον μιας γυναίκας ονόματι Μαρίας, όταν εκείνοι παρενόχλησαν την κόρη της, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Ο Τύπος της εποχής χαρακτήρισε τους δύο νεαρούς (15 και 16 ετών) «θρασείς». Από την πλευρά των τότε νεαρών όμως αναφέρθηκε 55 χρόνια μετά ότι το επεισόδιο έγινε κοντά στο σπίτι των νεαρών, στο τέρμα της Κυψέλης και όχι στον κινηματογράφο. Στην «Αελλώ» ένας από τους δύο νεαρούς είχε προσβάλει την έντονη τριχοφυία της κυρίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να χαστουκίσει τον άλλο νεαρό. Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα ακολουθήθηκε από τα παιδιά ως το σπίτι της και οι έφηβοι της έριξαν έναν κεσέ γιαούρτι, που όμως έπεσε πάνω της το μισό.

Οι δύο νεαροί, που είχαν λευκό ποινικό μητρώο, συνελήφθησαν και στις 3 Σεπτεμβρίου 1958 οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης, όπου κουρεύτηκαν σύρριζα υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών Θεόδωρου Ρακιντζή και εν συνεχεία διαπομπεύτηκαν με πινακίδες στο λαιμό τους και με βίαια συμπεριφορά από την αστυνομία (στις φωτογραφίες στον Τύπο φαίνεται ένα όργανο της τάξης να τραβά από το αυτί έναν από τους νεαρούς). Μάλιστα η μεταγωγή τους στον εισαγγελέα Βουρνά έγινε με τρόλεϊ, για πρώτη ίσως φορά στα αστυνομικά χρονικά.

Ο νόμος δέχτηκε έντονη κριτική γιατί προήγαγε τη διαπόμπευση. Επίσης, όριζε ότι θα ασκούνταν δίωξη και εναντίον των γονέων των ανήλικων ταραξιών. Τα αστυνομικά όργανα είχαν πολύ μεγάλη ευχέρεια να ορίσουν το τι συνιστούσε εξύβριση, και αυτό οδήγησε στην κακοποίηση και διαπόμπευση πολλών νεαρών. Ο Νόμος 4000 άρχισε να εφαρμόζεται στις 3 Σεπτεμβρίου του 1958, όταν τέσσερις νεαροί που είχαν κατηγορηθεί για πράξεις εξύβρισης, διαπομπεύτηκαν στους δρόμους της Αθήνας, κουρεμένοι σύρριζα και δεμένοι με χειροπέδες, με έναν από αυτούς να φέρει πινακίδα που έγραφε: «Είμεθα τεντυ-μπόυς και πετάξαμε γιαούρτι κατά γυναικός».

Ο Νόμος γνώρισε τις μεγαλύτερες «δόξες» του στην επταετία της Χούντας, όταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς διέταζε συνεχώς την εφαρμογή του σε νεαρούς αντιπάλους της δικτατορίας, καθώς και σε μακρυμάλληδες χίπις. Με διαταγή του υπουργού Παιδείας Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου όσοι νεαροί «μπίτνικς» ήταν μακρυμάλληδες και συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, θα υφίσταντο κούρεμα εν χρω. Ο μετέπειτα διοικητής της ΕΣΑ, συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, αποκαλούσε τους νεαρούς Αριστερούς και τους τεντιμπόηδες, «άπλυτους μακρυμάλληδες», «διακονιάρηδες και αποδιοπομπαίους» και όπως έλεγε, ο σκοπός δεν ήταν να τους κόψει τα μαλλιά αλλά «να τους κόψω την νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και διά την Ελλάδαν».

Τελικά ο νόμος 4000 καταργήθηκε με προσωπική απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983, στο πλαίσiο της γενικότερης διάλυσης της αυταρχικής κληρονομιάς της μετεμφυλιακής περιόδου. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι Τεντιμπόηδες και ο νόμος 4000
4/ 5
Oleh