Σορίν Ματέι: Το μακελειό της οδού Νιόβης

23 Σεπτεμβρίου 1998, από ένα διαμέρισμα της Αθήνας έγινε ένα τηλεφώνημα σε εθνικό τηλεοπτικό σταθμό:

«Μ' ακούτε; Κρατάω τέσσερις ανθρώπους εδώ μέσα... Κρατάω μια χειροβομβίδα απασφαλισμένη κι άμα μου πέσει, χανόμαστε πέντε άτομα... Μια λάμψη θα δείτε και τίποτε άλλο...»

Το τηλεφώνημα είχε διάρκεια 4 ωρών και μέχρι το τέλος του σχεδόν όλη η Ελλάδα το παρακολουθούσε. Οπλισμένος με μια χειροβομβίδα ο φυγάς Σορίν Ματέϊ έπιασε ομήρους 4 μέλη μιας οικογένειας. Εκείνος στη συνέχεια τηλεφώνησε στο τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ και η συζήτηση που επακολούθησε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων με τον Νίκο Ευαγγελάτο μεταδόθηκε σε όλο το έθνος. Η συνομιλία τελείωσε μόνο όταν η αστυνομία έδωσε το δικό της αιματηρό τέλος. Την αποτυχημένη εισβολή της αστυνομίας ακολούθησε η παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας, αντιστράτηγου Αθανάσιου Βασιλόπουλου.



Η αστυνομία αναζητούσε καιρό πριν τον δραπέτη Ματέι. Ύστερα από αρκετές έρευνες η αστυνομία εντόπισε λίγες ημέρες αργότερα τον Ρουμάνο κακοποιό στην Αθήνα. Η ευκαιρία δόθηκε το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου όταν επισκέφθηκε μια φίλη του, την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, που διέμενε στο ισόγειο πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης 4. Παρουσία εισαγγελέα, οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας εισέβαλαν στον χώρο και συνεπλάκησαν με τον Ματέι. Ο ίδιος όμως κατόρθωσε τελικά μέσα από τον φωταγωγό να διαφύγει και να μπει στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου της πολυκατοικίας. Εκείνη την ώρα στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου βρίσκονταν η Σουλτάνα Γκινάκη, 58 χρονών, τα δύο της παιδιά, Ευάγγελος Γκινάκης, 24 χρονών, και Αμαλία Γκινάκη, 25 χρονών, καθώς και ο αρραβωνιαστικός της τελευταίας, Απόστολος Μακρινός, 34 χρονών. Λόγω των εξελίξεων ο αρχηγός της αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ενημέρωσε τον γραμματέα του υπουργείου δημοσίας τάξης, Γιάννη Παπαδογιαννάκη, ο οποίος με την σειρά του επικοινώνησε με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, καθώς ο υπουργός Ρωμαίος απουσίαζε στις Βρυξέλλες. Ο πρωθυπουργός ζήτησε να μεταβεί η ηγεσία της αστυνομίας στον χώρο που εξελισσόταν το όλο περιστατικό.



Στις 7 το απόγευμα ο Σορίν Ματέι τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό "Σκάι" και ζήτησε να συνδεθεί με τον Νίκο Ευαγγελάτο, παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του καναλιού. Το τηλεφώνημα έμελλε να διαρκέσει τέσσερις ώρες. Αφού συνομίλησε με τον διευθυντή ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη, συνδέθηκε τηλεφωνικά με το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, το οποίο εκείνη την ώρα διέκοπτε την κανονική ροή του προγράμματος. Αμέσως άρχισε ένας συνεχής διάλογος μεταξύ Ευαγγελάτου και Ματέι. Μέσα απο την συχνότητα του τηλεοπτικού σταθμού, ο κακοποιός γνωστοποίησε τις προθέσεις του καθώς και τις απαιτήσεις του. Συγκεκριμένα ζήτησε 500.000 δολλάρια ενώ λίγο αργότερα δήλωσε οτι είχε κάνει χρήση ηρωίνης. Κατά τις 8 το βράδυ κατέφθασε στον τηλεοπτικό σταθμό ο υπαρχηγός της αστυνομίας, υποστράτηγος Θεόδωρος Πλάκας, προκειμένου να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις μέσω του τηλεφώνου. Λόγω της χρήσης ναρκωτικών ο Ματέι ζήτησε αμφεταμίνες από την αστυνομία προκειμένου να κατορθώσει να μείνει ξύπνιος. Αντί γι'αυτές του έστειλαν υπνωτικά χάπια, τα οποία όμως αναγνωρίστηκαν από τον εγκληματία με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη και διακοπή της επικοινωνίας με τους αστυνομικούς. Έτσι η αστυνομία επικεντρώθηκε στην διαπραγμάτευση μέσω της τηλεφωνικής σύνδεσης. Κατόπιν συζητήσεων ο Ματέι αποφάσισε να ελευθερώσει τον Βαγγέλη Γκινάκη. Στις 9 περίπου το βράδυ ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος κατέφθασε στην οδό Νιόβης προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά τις διαπραγματεύσεις. Μια απο τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ανακρίνει την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, στο σπίτι της οποίας φιλοξενείτο ο Ματέι μέχρι την εισβολή της αστυνομίας, έτσι ωστε να διαπιστώσει αν η χειροβομβίδα είναι αληθινή ή όχι. Αν και η Αθανασοπούλου ήταν υπο την επήρεια των ναρκωτικών, ο αρχηγός της αστυνομίας βασισμένος στα λόγια της πίστεψε οτι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη. Στις 11 μ.μ. ο Σορίν Ματέι αποφάσισε να απελευθερώσει την Σουλτάνα Γκινάκη ως αντάλλαγμα για τα φάρμακα που του είχαν δώσει οι αστυνομικοί. Αφού έφυγε από την πολυκατοικία, οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας καθοδηγούμενες απο τον αρχηγό της, Αθανασόπουλο, εισέβαλαν στο διαμέρισμα. Η τηλεφωνική σύνδεση με τον Ματέϊ, που ποτέ δεν είχε διακοπεί, άρχισε πάλι να μεταδίδεται από τη συχνότητα του "Σκάι" με αποτέλεσμα να ακούγεται ο διάλογος των αστυνομικών με τον Ματέι.



Στον Ερυθρό Σταυρό οδηγήθηκαν μετά την έκρηξη η Αμαλία Γκινάκη, η οποία και απεβίωσε στις 9 Οκτωβρίου, ο οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου ο οποίος ακρωτηριάστηκε και ο Σορίν Ματέι που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο Νίκαιας. Εκεί ο διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου Κώστας Αλεξίου έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει περισσότερο καθώς η κατάστασή του δεν διέτρεχε κίνδυνο και αποφασίστηκε η μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Να σημειωθεί ότι στον Σορίν Ματέι ήδη από την νοσηλεία του στον Ερυθρό Σταυρό είχαν χορηγηθεί μεγάλες ποσότητες υπνωτικών έτσι ώστε να βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής. Εκτός αυτού σύμφωνα με μαρτυρίες ο Ματέι ήταν δεμένος στο κρεβάτι, πράγμα ιατρικά ανεπίτρεπτο. Σχετικά με τις ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων που βρέθηκαν στο αίμα του Σορίν, ο ιατρός υπηρεσίας Ιωάννης Κούτρας ανέφερε ότι ήταν «δόσεις για ελέφαντα».



Για τον θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη όλη η τότε πολιτική ηγεσία εξέφρασε την θλίψη της. Συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έστειλε τηλεγράφημα προς την Σουλτάνα Γκινάκη ενώ ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κώστας Καραμανλής εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για την απαράδεκτη προσπάθεια «ηρωποίησης» του αδίστακτου κακοποιού Σορίν Ματέι. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποτυχημένη επιχείρηση επέφερε σημαντικό πλήμα στο κύρος της ελληνικής αστυνομίας. Αμέσως μετά την επιχείρηση, ο αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος παραιτήθηκε από την αρχηγία της Αστυνομίας και αμέσως ξεκίνησε πειθαρχική και δικαστική έρευνα για την υπόθεση. Ο Βασιλόπουλος ανέλαβε όλη την ευθύνη για όσα έγιναν κάνοντας λόγο για λάθος του ίδιου και λανθασμένης ενημέρωσης των υφισταμένων. Τέθηκε σε διαθεσιμότητα για έναν χρόνο με την αιτιολογία της ακούσιας ανθρωποκτονίας λόγω αμέλειας. Η εισαγγελέας πρωτοδικών Μαρία Μαλούχου εισηγήθηκε την δίωξη όλων των αξιωματικών της Αστυνομίας που συμμετείχαν στην επιχείρηση με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και των σωματικών βλαβών απο αμέλεια παρ'υποχρέου κατά συρροή. Ανάμεσα στους αξιωματικούς ήταν και οι Αθανάσιος Βασιλόπουλος, πρώην αρχηγός της Αστυνομίας, και Ιωάννης Γεωργακόπουλος, αντιστράτηγος και τότε αρχηγός της Αστυνομίας, εξαναγκάζοντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτριο Ρέππα να εκφράσει δημόσια την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Αρχηγού της Αστυνομίας. Στις 8 Μαΐου 2000 απηλλάγησαν από το Τριμελές Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών όλοι οι αξιωματικοί της Αστυνομίας.



Η οικογένεια Γκινάκη προσέφυγε με αγωγή κατά του Δημοσίου ζητώντας αποζημίωση 700 εκατομμυρίων δραχμών.Αγωγή για ηθική βλάβη κατά του δημοσίου άσκησε και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, που ακρωτηριάστηκε από την έκρηξη. Συγκεκριμένα λόγω του ακρωτηριασμού του κρίθηκε ανίκανος προς κάθε εργασία και συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία μόλις 39 ετών. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι υπεύθυνο όταν δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα με σχέδιο και προβλέψεις για τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια των ανδρών της ΕΛ.ΑΣ και του επιδίκασε αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης 300.000 ευρώ. Σφοδρή κριτική δέχτηκε και ο τηλεοπτικός σταθμός Σκάι για την μετάδοση της ομηρίας. Με αφορμή το γεγονός αυτό το Εθνικό και Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο επέβαλε πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δραχμών στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι για την απευθείας μετάδοση με το σπίτι της οδού Νιόβης και τον Σορίν Ματέι.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σορίν Ματέι: Το μακελειό της οδού Νιόβης
4/ 5
Oleh