Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, κατηγορήθηκε ως ο δράκος του Σέιχ Σου στην Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε για 5 φρικιαστικά εγκλήματα, για τα οποία και οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα τον Φεβρουάριο του 1968.
Ήταν όμως ο Αριστείδης Παγκρατίδης ο δράκος του Σέιχ Σου ή ήταν αθώος που καταδικάστηκε με τις «ευλογίες» του παρακράτους της μετεμφυλιακής Ελλάδας;
40 χρόνια μετά ήρθε η ανατροπή. Στην πραγματικότητα, με όλα όσα ήρθανε στο φως, ο δράκος του Σέιχ Σου ήταν μία ψυχοπαθητική προσωπικότητα, μεγαλόσχημος επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν δρούσε μόνος, αλλά με συνεργό. Το χρήμα εξασφάλισε την ανωνυμία του και τα βαθειά γηρατειά του.
Όλα ξεκίνησαν στις 19 Φεβρουαρίου 1959 όταν άγνωστος τραυματίζει βαρύτατα με πέτρες και ληστεύει ένα ζευγάρι, τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονόρα Βλάχου στο Σέιχ Σου, τα θύματα επέζησαν επειδή η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία. Στις 6 Μαρτίου 1959 στην περιοχή της Μίκρας άγνωστοι δολοφονούν με πέτρες και ληστεύουν τον Κωνσταντίνο Ραΐση και την Ευδοκία Παληογιάννη. Μάλιστα βιάζουν τη γυναίκα. Στις 3 Απριλίου 1959 άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο, του οποίου η αυλή «ακουμπάει» στο Σέιχ Σου, σκοτώνει με πέτρα και ληστεύει τη ράφτρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου. Οι τρεις εγκληματικές ενέργειες δημιουργούν την εντύπωση του «δράκου» που ρίχνει την εφιαλτική του σκιά του πάνω από την πόλη. Η αστυνομία δεν μπορεί να βρει άκρη. Είναι ένας φόβος διαλυτικός! Ένας φόβος που πλανάται πάνω από την πόλη, τρυπώνει στις ψυχές, αλλοιώνει χαρακτήρες, διαπερνά την καθημερινότητά, τρομάζει τον ύπνο και κάνει όλους να πιστεύουν ότι αυτοί θα είναι το επόμενο θύμα του δράκου!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φόβου στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο 24χρονος, τότε, Αριστείδης Παγκρατίδης, επειδή μπήκε μεθυσμένος νύχτα στο ορφανοτροφείο «Μ. Αλέξανδρος», σε «αναζήτηση γυναίκας» όπως έλεγε. Τον Οκτώβριο του 1964 ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάζεται σε εννιάχρονη κάθειρξη για «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» μιας 11χρονης τροφίμου. Κατά την ανάκριση, μέσα σε μια εβδομάδα, θα ομολογήσει ότι ήταν ο «δράκος του Σέιχ Σου». Ο τρόπος λήψης της ομολογίας από την αστυνομία αλλά και το γεγονός ότι αρνήθηκε τα πάντα στον ανακριτή που οδηγήθηκε δημιούργησαν από την πρώτη στιγμή την αμφιβολία αν ήταν ο πραγματικός δράστης ή ένα εξιλαστήριο θύμα που του φόρτωσαν τις κατηγορίες, επειδή όπως αναφερόταν και στο παραπεμπτικό βούλευμα ο Παγκρατίδης «ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς». Τον Φεβρουάριο του 1966 καταδικάζεται «τετράκις εις θάνατον» και στις 6 Φεβρουαρίου του 1968 ο Παγκρατίδης θα εκτελεστεί στο συνήθη τόπο εκτελέσεων, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Υπόθεση Παγκρατίδη αθώος ή ένοχος;» το έτος 1989 ισχυρίζεται πως γνωρίζει τους πραγματικούς δράστες των εγκλημάτων. Αναφέρεται σε έναν βιομήχανο και το συνεργό του. Στο ίδιο βιβλίο περιλαμβάνεται και μια μαρτυρία καταπέλτης ενός απόστρατου αξιωματικού της Χωροφυλακής.
«…είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο, τον λυπόταν η ψυχή μου αλλά η εντολή ήταν από ψηλά….»
Το πράγμα φώναζε από μακριά ότι οι δολοφόνοι ήταν δυο. Υπήρχε όμως κάτι άλλο που έβγαζε κατευθείαν αθώο τον Παγκρατίδη από το έγκλημα της Μίκρας. Από το σημείο που υπήρχαν τα αίματα όπου έγινε η επίθεση με τη πέτρα, υπήρχε κάποια απόσταση μέχρι το σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Στο αυτοκίνητο σταματημένο όπως ήταν, υπήρχε η δεύτερη ταχύτητα. Η εκδοχή να είχε μεταφέρει τα δύο πτώματα από το αυτοκίνητο στο σημείο που βρέθηκαν, δε στεκόταν. Ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί. Ποιος οδήγησε λοιπόν το αυτοκίνητο εκεί που βρέθηκε; Σίγουρα κάποιος που ήταν οδηγός. Και πάντως όχι ο Παγκρατίδης που δεν ήταν. Ο δράκος ήταν δυο άτομα.
Ήταν ένας μεγαλόσχημος επιχειρηματίας, που ζει σήμερα στην Ελλάδα, όχι στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, με συνεργάτη του στα εγκλήματα τον οδηγό του. Αυτόν το τελευταίο τον φυγάδευσαν τότε στην Αμερική, όπου ζει και σήμερα. Έκανε κι εκεί κάτι ανάλογες μικροδουλειές. Ο μεγαλόσχημος επιχειρηματίας βιομήχανος ήταν διεστραμμένος άνθρωπος. Νεκρόφιλος. Ο οδηγός του χτυπούσε με τη πέτρα, σκότωνε τα θύματα κι αυτός μετά ασελγούσε πάνω στις γυναίκες.
Αναφερόμενος στη συνέχεια ο αξιωματικός στον έναν δράστη της υπόθεσης του δημοτικού νοσοκομείου με θύμα τη Μελπομένη Πατρικίου λέει ότι η αστυνομία γνώριζε την αλήθεια από τότε. Ο βιομήχανος έφυγε στο εξωτερικό τότε και άφησε τον οδηγό του να δράσει μόνος του. Πήγε λοιπόν αυτός. Έτσι το άλλοθι για τον ουσιαστικό δράκο ήταν ακλόνητο. Ο μεγαλόσχημος κύριος έβγαινε λάδι. Κι αν θυμάσαι τη λεπτομέρεια εκεί δεν υπήρξε συνουσία. Απόπειρα μόνο. Για να είναι «δεμένο» και το σενάριο και το άλλοθι. Ο Παγκρατίδης, όταν τον πήγαμε εκεί, ούτε το χώρο δεν ήξερε και ρωτούσε συνέχεια.
Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης, 80 χρονών σήμερα, ο μόνος που κατάφερε ν’ αποθανατίσει τον Παγκρατίδη στις τελευταίες του ώρες πίσω από τη πλάτη ενός δημοσιογράφου, μιλάει για την εποχή.
«Εκείνο το καιρό λόγω του ότι τα εγκλήματα γίνανε το ένα πίσω από το άλλο, η αγορά είχε νεκρώσει. Όλα τα καταστήματα στο κέντρο της πόλης επί ένα μήνα είχαν μείνει κλειστά και στο δρόμο δε περπατούσε ψυχή. Οι εντολές είχαν έρθει από άνωθεν και εκείνος ο άτιμος υπομοίραρχος που ήθελε να πάρει κι άλλα γαλόνια κατέστρεψε τον καημένο το Παγκρατίδη. Τον βασάνιζε και τον έβαζε να ομολογήσει με το ζόρι. Μια μέρα έπιασα τον Αριστείδη κατά την ώρα των αναπαραστάσεων με τους ασφαλίτες και του είπα. Πες μου βρε παιδί μου τι σου συμβαίνει εσύ δείχνεις καταπονημένος»:
«Μια βδομάδα με ταΐζουν σαρδέλες και μου λεν πως θα μου δώσουν νερό μόνο αν ομολογήσω μου είπε. Μου υποδεικνύουν σε ποια σημεία εχτύπησα και στραγγάλισα. Ύστερα ήταν κι εκείνες οι αθεόφοβες υπεύθυνες του αναμορφωτηρίου που ψευδομαρτύρησαν και βαλαν και τα παιδάκια να πουν ψέματα.»
«Εδώ μόνο που τον έβλεπες τον Αριστείδη καταλάβαινες ότι δεν είχε τη δύναμη να τα βάλει με κείνον τον ίλαρχο που ήταν δυνατός και εύσωμος σαν λιοντάρι. Πως θα μπορούσε να τον σκοτώσει; Εκείνος ήθελε δυο άτομα για να πέσει κάτω κι όχι εύκολα…»
«Θυμάμαι τον παπά που τον εξομολόγησε λίγο πριν την εκτέλεση. Έπεσε στην αγκαλιά μου κι έκλαιγε. Τόσο σίγουρος ήταν για την αθωότητά του Αριστείδη. Κάθε φορά που τον προέτρεπε να εξομολογηθεί εκείνος του απαντούσε κλαίγοντας: Είμαι πούστης, έκλεψα, ζητιάνεψα, όμως δε σκότωσα».
«Για μένα όμως εκεί που βεβαιώθηκα ήταν κατά τη τραγική στιγμή της καταδίκης του. Έχω ακόμα μπροστά μου την εικόνα του. Στο άκουσμα της θανατικής του ποινής, σήκωσε τα χέρια του απελπισμένος και μούγγρισε σαν άγριο θηρίο. Ανατρίχιασα όταν τον άκουσα να φωνάζει με όλες τις φλέβες πεταγμένες στο πρόσωπό του «μανούλα μου, ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ». Σείστηκε το δικαστήριο. Εκείνη την ώρα, η επαγγελματική μου εμπειρία και η διαίσθησή μου, μ’ έπεισαν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ο δολοφόνος».
«Είναι όμως και κάτι άλλο. Μετά τα γεγονότα, ήρθε μια μέρα ξαφνικά στο γραφείο μου ο διοικητής της εγκληματολογικής υπηρεσίας. Του πρόσφερα καφέ. Φαινόταν προβληματισμένος και ανήσυχος. Έκτοτε ξανάρθε πολλές φορές. Μου φάνηκε περίεργο. Μια μέρα δεν άντεξε και τον έπιασαν τα κλάματα. Κοντεύω να σκάσω μου είπε. Το χω βάρος στη ψυχή μου. Εγώ έκανα την έρευνα. Οι πέτρες, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα λοιπά στοιχεία, δεν έχουν καμία σχέση με τον Παγκρατίδη. Του λέω δώσε μου στοιχεία και αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ. Μου απάντησε ότι τον απειλούσαν με τη ζωή της κόρης του και δε τολμούσε φοβόταν. Πέθανε πριν πέντε χρόνια και πήρε το μυστικό μαζί του».
«Τον είχα ρωτήσει για ποιο λόγο φοβόταν. Υπάρχει περίπτωση ο δράστης ή οι δράστες να ζουν μέχρι σήμερα κι αν ναι για ποιο λόγο θα είναι ακόμη επικίνδυνοι;
«Πιθανότατα ναι πρέπει να βρίσκονται στη ζωή κι έχουν σίγουρα μεγάλη οικονομική ή άλλη ισχύ αλλιώς δε θα υπήρχε ακόμη τόσος φόβος. Για μένα ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταλήγει ο κύριος Κυριακίδης είναι 1000% αθώος. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό για να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Είμαι 80 ετών και δε θέλω να φύγω όπως τον ταγματάρχη που έμεινε με το βάρος στη ψυχή του παίρνοντας το μυστικό του μαζί του».
Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορεί από τότε το όνομα ενός επιχειρηματία. Το βάρος του μυστικού διέρρευσε σαν μια θηλιά για το λαιμό που ο ένας τη χαρίζει στον άλλο. Όλοι ανεπίσημα αναφέρονται σ’ αυτόν μετά βεβαιότητας. Η υπόθεση όμως πλέον έχει κλείσει. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να την αναβιώσει. Η δικαίωση υπήρξε μόνο το τρελό όνειρο του μελλοθάνατου Παγκρατίδη. Ποιόν θα εξυπηρετούσε άλλωστε;
Ο δράκος του Σέιχ Σου και ο Παγκρατίδης
4/
5
Oleh
ΔΗΜΗΤΡΗΣ