Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η πραγματική ιστορία του Κόμη Δράκουλα

Ο Κόμης Δράκουλας θεωρείται υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν Πρίγκιπας της Βλαχίας γεννημένος το 1431 στη Τρανσυλβάνια. Το όνομα του ήταν Βλάντ Γ΄ (Vlad III). Αργότερα έγινε γνωστός με τους τίτλους Βλάντ Τέπες, Βλάντ Δράκουλας, Βλαντ ο Ανασκωλοπιστής και Κόμης Δράκουλας. Έμβλημά του υπήρξε ο δράκος κρεμασμένος από έναν σταυρό. Δράκουλας που σημαίνει γιος του Δράκου και κατά άλλη εκδοχή γιος του διαβόλου. Το όνομα του Βλαντ έγινε θρύλος και τροφοδότησε την πένα του Ιρλανδού Μπραμ Στόκερ, ο οποίος δημιούργησε τον αιμοδιψή ομώνυμο χαρακτήρα στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1897.

Τον 14ο αιώνα μ.Χ, η Ρουμανία ήταν χωρισμένη σε τρία ψευδοκράτη. Τη Γαλάχια, τη Τρανσυλβανία και τη Μολδαβία. Οι προφήτες μιλούσαν για κάποιον ο οποίος θα ένωνε τη Ρουμανία ξανά, θα ήταν ειρηνικός και φιλεύσπλαχνος, και ότι αυτός ο κάποιος θα ήταν ή ο Μεσσίας ή ο Αντίχριστος. Το 1431 μ.χ o πατέρας του Vlad, τάχθηκε στο τάγμα των δράκων, απ' όπου πήρε και το όνομα Dracul. Λίγο αργότερα γεννιέται ο ίδιος στο κάστρο «Dracul», στην Sighisoara της Transylvania. Κάποιοι είπαν ότι όταν γεννήθηκε, η Παναγία δάκρυσε αίμα.

Το 1438 μ.Χ έγινε πρίγκιπας της Γαλάχιας και το 1446 μ.Χ εντάχθηκε στο τάγμα των Δράκου. Η ένταξη έγινε από τον ίδιο του τον πατέρα, δίνοντάς του ένα δαχτυλίδι με το έμβλημα του Δράκου πάνω του. Εκείνη τη χρονιά ο Σουλτάνος Μεχμέντ των Οθωμανών ζητούσε σαν φόρο από τη Ρουμανία 10.000 Δουκάτα και 500 νεαρά αγόρια. Ο πατέρας του Vlad εξαγριώθηκε και κάλεσε συνάντηση με τους ευγενείς για να ταχθούν ενάντια του Σουλτάνου. Όσο ο πατέρας του έλειπε, οι Τούρκοι απήγαγαν τον ίδιο και τον αδερφό του, και τους οδήγησαν στο στρατόπεδό τους, έξω από τη Ρουμανία. Στο διάστημα που κρατήθηκαν αιχμάλωτοι (9 χρόνια), ο πατέρας τους δολοφονήθηκε. Φήμες έλεγαν ότι τον σκότωσαν οι ευγενείς.

Η αγριότητα και το θάρρος του γαλουχήθηκε από την αιχμαλωσία και τον θάνατο του πατέρα του. Το 1455 μ.Χ, ύστερα από πολλά βασανιστήρια, ο αφέθηκε ελεύθερος με προμήθειες και ένα άλογο για να επιστρέψει στη Ρουμανία. Για τον αδερφό του δεν γνώριζε τίποτα, παρά μόνο ότι ήταν ζωντανός. Ενώ οι Τούρκοι πίστευαν ότι θα πάει απευθείας στην πατρίδα του, εκείνος σταμάτησε πρώτα στην Ουγγαρία για να ζητήσει βοήθεια από τον τότε βασιλιά Γιάννος. Του εξήγησε ότι θέλει να ενώσει την Ρουμανία και του ζήτησε χρήματα και όπλα. Εκείνος δεν αρνήθηκε. Στο παλάτι παράλληλα γνώρισε και τη γυναίκα που τον συνόδεψε στην υπόλοιπη του ζωή, Λύντια, κόρη του Ρουμάνου ευγενή Άρον. Πρίν γυρίσει στη Ρουμανία φρόντισε να την παντρευτεί.

Το 1456 μ.Χ έφτασε στην Ρουμανία όπου και τη βρήκε μέσα στην αναρχία. Τον θρόνο κατείχε ο Πρίγκιπας Καρλ ο οποίος ευθυνόταν για όλη τη μιζέρια που επικρατούσε στη χώρα του. Ο Vlad πήρε πίσω τον θρόνο του σκοτώνοντας τον Καρλ. Υποσχέθηκε στον λαό του αφοσίωση, πίστη και ότι θα έδιωχνε τους Τούρκους και τους προδότες. Μέσα στον χρόνο αυτό γέννησε και το μοναδικό του υιό, τον Vlad IV. Το 1457 μ.Χ σκότωσε όλους τους ευγενείς (εκτός του πεθερού του) πιστεύοντας ότι ήταν οι δολοφόνοι του πατέρα του, αλλά και επειδή ήταν πληγή της χώρας του. Ήταν αυτοί που, λόγω των προνομίων που αποκτούσαν, πρόδιδαν έναν ολόκληρο λαό και τις ηθικές του αξίες. Τους παλούκωσε λοιπόν και από τότε βγήκε το παρατσούκλι «Τepes» που σημαίνει «παλουκωτής».

Παρ' ολ' αυτά, ο Vlad δεν παλούκωνε μοναχά, αλλά έγδερνε ζωντανούς τους εχθρούς του, τους έβραζε, τους τύφλωνε, τους έκαιγε, τους έψηνε ή τους έθαβε ζωντανούς. Πολλές φορές πριν τους σκοτώσει, τους έκοβε τα γεννητικά όργανα, τα αυτιά ή τις μύτες. Όλα αυτά γίνονταν όμως μόνο σε αυτούς που, κατά τη γνώμη του, το άξιζαν και όχι σε απλό κόσμο: στους παραβάτες και στους προδότες. Μάλιστα, μερικούς από αυτούς τους άφηνε να σαπίζουν στην κεντρική πλατεία για να παραδειγματίζονται οι υπόλοιποι.

Την ίδια χρονιά, οι Τούρκοι επετέθησαν στην Ρουμανία. Ο Vlad συναντήθηκε για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια με τον αδερφό του, ο οποίος τώρα πια ήταν με το μέρος του σουλτάνου Μεχμέντ. Από το 1460 μ.Χ μέχρι και το 1464 μ.Χ υπήρξαν πάρα πολλές μάχες με τους Τούρκους και ο Vlad ήταν πάντοτε ο νικητής. Φήμες λένε ότι παλούκωσε περίπου 20.000 αιχμαλώτους και ότι έφαγε ψωμί βουτηγμένο στο αίμα τους. Το 1464 μ.Χ αυτοκτόνησε η γυναίκα του. Ο λόγος είναι ότι πίστεψε στο θάνατο του Vlad, είτε από παραπλανητικό μήνυμα των Τούρκων, είτε επειδή όντως τον νόμιζαν για νεκρό, ενώ δεν ίσχυε. Οι ευγενείς στρέφονται εναντίον του και έτσι ο ίδιος γύρισε πάλι στην Ουγγαρία, στον βασιλιά Γιάννος. Όμως εκεί τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο βασιλιάς Γιάννος εξαπατείται και φυλακίζει τον Vlad με την αιτιολογία ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Ουγγαρία.

Το 1476 μ.Χ ο βασιλιάς Γιάννος ανακάλυψε την απάτη και ελευθέρωσε τον Vlad. Ο Vlad ζήτησε να τον στηρίξει για να κερδίσει πάλι τον θρόνο. Εκείνος του πρότεινε να γίνει καθολικός για να έχει και την εύνοια του Πάπα. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να παντρευτεί την κόρη του, την Ilona Szigali. O Vlad δέχτηκε. Γύρισε στην Ρουμανία και ενώ κατάλαβε ότι μόνο η Τούρκικη φρουρά βρισκόταν στην Ρουμανία, έδωσε αμέσως μάχη για τον θρόνο του. Την ίδια χρονιά η ορθόδοξη εκκλησία, κατηγόρησε τον Vlad για τον αποχωρισμό του από την ορθόδοξη εκκλησία και για συνομωσία με τον Πάπα και τα φοβερά εγκλήματα που είχε διαπράξει. Η τιμωρία θα ήταν ο αφορισμός του, εκτός εάν απαρνιόταν τον καθολικισμό.

Ο Vlad δεν έδωσε και πολύ σημασία. Ύστερα από λίγο τελικά η εκκλησία τον αφόρισε. Οι ιερείς πίστευαν ότι ο Vlad ήταν ο αντίχριστος. Δεν τους ένοιαζε καθόλου για την χώρα τους παρά μόνο για την θρησκεία τους. Έτσι θέλησαν να εξολοθρεύσουν τον Vlad με τη βοήθεια του αδελφού του. Και έτσι έγινε. Ο Vlad Dracula δολοφονήθηκε το 1477 μ.Χ και θάφτηκε μέσα στο μοναστήρι Σνάγκοφ. Το 1931 μ.Χ ανοίχτηκε ο τάφος του Vlad Dracula οπού δεν βρήκαν τίποτα παρά κόκαλα ζώων.



Σήμερα οι συμπατριώτες του στη Πενσυλβάνια είναι υπερήφανοι για αυτόν τον ήρωα που πάλεψε για τη χώρα του και όχι φυσικά φοβισμένοι όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μπραμ Στόκερ για τον αιμοδιψή Δράκουλα. Σίγουρα πάντως η φανταστική ιστορία του βιβλίου θα μπορούσε να αποτελέσει τη συνέχεια του Κόμη Δράκουλα μετά τη δολοφονία του.

Η Μικρασιατική καταστροφή του 1921

Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου η διάσκεψη στο Παρίσι (1919) αλλά και στο Λονδίνο (1920) προέβλεπαν την παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα. Η απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1919 να στείλει στρατό στην Σμύρνη, ικανοποιούσε δύο ανάγκες της εποχής. Αφενός, η νικήτρια δυτική συμμαχία Αντάτ χρειαζόταν ετοιμοπόλεμο στρατό, για να αστυνομεύσει την περιοχή της Σμύρνης (βάζοντας ακόμη ένα καρφί στο φέρετρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και αφετέρου εξυπηρετούσε τον στόχο της Μεγάλης Ιδέας που στοίχειωνε στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό από τον 19ο αιώνα.



Παράλληλα με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη πορεία της στα μέσα της Μικράς Ασίας και λαμβάνοντας καίρια στρατηγικά σημεία, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του. Η αντίστροφη μέτρηση για τη Μικρασιατική εκστρατεία είχε ξεκινήσει.

Στις εκλογές του 1920 η δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των Ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές. Στο αντίθετο ρεύμα ο Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συνθηκολογήσει μετά την Γαλλία, Ρωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό.

Η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε. Η αντεπίθεση και η ήττα από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ οδήγησε τα εναπομείναντα στρατεύματα πίσω στη Σμύρνη.

Η αμυντική τακτική ήταν πια αδύνατη, οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Στη συνέχεια ακολουθεί όχι μόνο η εκδίωξη των Ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία αλλά και ολόκληρου του ελληνογενούς πληθυσμού. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας", με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ΄ αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών δικαστηρίων της "Ανεξαρτησίας" είναι γεγονότα που χαρακτηρίζουν τη Μικρασιατική καταστροφή.





Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν η αρχή της ελληνικής τραγωδίας με αποτέλεσμα : 25.000 νεκροί και τραυματίες στρατιώτες. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή στην Ελλάδα υπήρξε εθνικός διχασμός, οι στρατιωτικοί επαναστάτησαν και ανέλαβαν την εξουσία. Αμέσως συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, γνωστό και ως η δίκη των έξι, όπου παραπέμφθηκαν οχτώ υψηλόβαθμα στελέχη της εκάστοτε κυβέρνησης, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, κατέληξε με την καταδίκη σε θάνατο, απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς ως προαποφασισμένη.

Ο δήμιος των Παρισίων

Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν (Charles Henri Sanson, 15 Φεβρουαρίου 1739 - 4 Ιουλίου 1806) ήταν ο βασιλικός δήμιος της Γαλλίας στην αυλή του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και Δήμιος της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Εκτέλεσε την θανατική ποινή στο Παρίσι επί 40 και πλέον χρόνια, ενώ από το χέρι του θανατώθηκαν γύρω στα 3.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Βασιλιά.

Ο Σανσόν ήταν ο 4ος στη δυναστεία των έξι γενεών δημίων, που ανάγεται στον 17ο αιώνα. Ο προπάππος του ήταν στρατιώτης του βασιλικού στρατού και ονομαζόταν Σαρλ Σανσόν (1658-1695) από την Αμπεβίλ (Abbeville) και διορίστηκε Δήμιος των Παρισίων το 1684. Όταν πέθανε το 1695, ο πατριάρχης των Σανσόν, το αξίωμα πέρασε στον γιο του, επίσης Σαρλ (1681- 12 Σεπτεμβρίου 1726). Μετά το θάνατο και του δεύτερου Σαρλ, ορίστηκε προσωρινά αναπληρωτής του κατά το πρότυπο του αντιβασιλέα, μέχρι να ενηλικιωθεί νεότερος γιος του, Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν (1719 - 4 Αυγούστου 1778). Ο Σανσόν εκείνος σε όλη του την ζωή ήταν ανώτερος δήμιος και κατά την περίοδο εκείνη απέκτησε 10 παιδιά. Ο μεγαλύτερος από τους γιους του, ο Σαρλ Ανρί, γνωστός και ως ο "Σανσόν ο Μέγας" - μαθήτευσε στο πλευρό του πατέρα του επί μία εικοσαετία και ανέλαβε καθήκοντα στις 26 Δεκεμβρίου 1778.

Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν γεννήθηκε στο Παρίσι, γιος του Σαρλ Ζαν Μπατίστ Σανσόν από την πρώτη του σύζυγο, την Μαντλέν Τρονσόν. Μεγάλωσε αρχικά στο σχολείο-μοναστήρι της Ρουέν ως το 1753, όταν ο πατέρας του αναγνωρίστηκε ως δήμιος από έναν συμμαθητή του Σαρλ Ανρί. Έτσι, ο μικρός Σαρλ έφυγε από το σχολείο, για να μην αμαυρωθεί η φήμη του. Εν συνεχεία μορφώθηκε με ιδιωτικό δάσκαλο και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν με σκοπό να γίνει γιατρός, μιας και δεν του άρεσε η δουλειά του πατέρα του.

Ο πατέρας του έμεινε παράλυτος και η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του, η Αν-Μαρτ Σανσόν, τον έπεισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να αναλάβει δήμιος για να βγάλει τα προς το ζειν. Ως δήμιος (bourreau), έγινε γνωστός με την ονομασία "Monsieur de Paris“ - "Κύριος των Παρισίων“. Στις 10 Ιανουαρίου 1765 παντρεύτηκε την δεύτερη σύζυγό του, Μαρί-Αν Ζουζιέ (Marie-Anne Jugier). Απέκτησαν δύο γιους: τον Ανρί (1767–1830), ο οποίος έγινε ο επίσημος διάδοχός του, και τον Γκαμπριέλ (1769–1792), ο οποίος επίσης εργάστηκε στην δουλειά της οικογένειάς του.

Το 1757 ο Σανσόν βοήθησε τον θείο του, Νικολά Σαρλ Γκαμπριέλ (1721–1795, δήμιο της Ρέιμς) με την ειδεχθή εκτέλεση του επίδοξου δολοφόνου του βασιλιά, Ρομπέρ-Φρανσουά Νταμιέν (Robert-François Damiens).Η συμβολή του Σαρλ Ανρί ήταν μεγάλη στο να γίνει σωστά η εκτέλεση και με λιγότερο πόνο, καθώς διήρκεσε λίγο (η εκτέλεση ήταν διαμελισμός). Έπειτα από το γεγονός αυτό, ο θείος του παραιτήθηκε από τη θέση του. Το 1778 ο Σαρλ-Ανρί παρέλαβε επίσημα το παλτό με το κόκκινο αίμα, διακριτικό του αρχιδήμιου, από τον πατέρα του Σαρλ-Ζαν-Μπατίστ και υπηρέτησε στη θέση εκείνη επί 38 χρόνια, μέχρι που ο γιος του, Ανρί, τον διαδέχθηκε το 1795 (ο Σαρλ Ανρί είχε ασθενήσει). Η πλειονότητα των εκτελέσεων γίνονταν από τον Σανσόν και ως 6 βοηθούς.

Συνολικά, ο Σαρλ Ανρί εκτέλεσε 2.918 άτομα, ανάμεσα στα οποία και ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄. Παρότι ποτέ δεν ήταν υποστηρικτής της μοναρχίας, ωστόσο ήταν αρχικά απρόθυμος να εκτελέσει τον Λουδοβίκο, ώσπου υποχώρησε στο τέλος. Η βασίλισσα, Μαρία Αντουανέτα, εκτελέστηκε από τον γιο του, τον Ανρί, ο ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1795 (ο Σανσόν ο Μέγας είχε παραστεί απλώς στην εκτέλεση της βασίλισσας το 1793). Εν συνεχεία, χρησιμοποιώντας την λαιμητόμο, ο Σανσόν και οι άνδρες του εκτέλεσαν πλήθος επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους ο Δαντών, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ,ο Εμπέρ και ο Ντεμουλέν.

Έπειτα από την Επανάσταση, ο Σανσόν συνετέλεσε τα μέγιστα στο να εισαχθεί και να καθιερωθεί η χρήση της γκιλοτίνας ως μέσου εκτέλεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την δημόσια πρόταση του Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν για μια εκτελεστική μηχανή, ο Σανσόν κατέθεσε ένα μοναδικό σε αξία υπόμνημα προς την Νομοθετική Συνέλευση. Ο Σανσόν διατηρούσε και είχε στην κατοχή του όλο τον εξοπλισμό του. Υποστήριξε ότι οι πολλές εκτελέσεις - οι οποίες είχαν γίνει νόρμα-, ήταν πολύ απαιτητικές για τις παλιές μεθόδους.


Τα σχετικά ελαφρού βάρους εργαλεία του ήταν ευαίσθητα λόγω της συχνής χρήσης και το κόστος της επισκευής τους επιβάρυνε τον δήμιο, κάτι που ο ίδιος χαρακτηρίζει άδικο στο υπόμνημά του. Ακόμα χειρότερα, η σωματική κόπωση του εκτελεστή μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σφάλματα και ατυχήματα κατά τις εκτελέσεις των θυμάτων. Τα ίδια τα θύματα θα μπορούσαν να καταφύγουν σε πράξεις απόγνωσης εξαιτίας της αγωνίας τους για την μακρόχρονη και απρόβλεπτη διαδικασία της εκτέλεσης.

Όταν το πρωτότυπο μοντέλο της λαιμητόμου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο του Μπισέτρ (Bicêtre) του Παρισιού, στις 17 Απριλίου 1792, ο ίδιος ο Σανσόν επέβλεψε την διαδικασία. Πρώτα δοκιμάστηκε σε δεμάτια από άχυρα, έπειτα σε ζωντανά πρόβατα και εν τέλει σε ανθρώπινα πτώματα. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο Σανσόν κήρυξε επιτυχημένο το μηχάνημα. Εντός μίας εβδομάδας, η χρήση της γκιλοτίνας εγκρίθηκε από την Συνέλευση και στις 25 Απριλίου 1792 ο Σανσόν εκτέλεσε τον πρώτο κατάδικο με την νέα μηχανή, τον ληστή Νικολά Ζακ Πελετιέ στην Πλατεία της Γκρεβ (Place de Grève).

Στον ελεύθερό του χρόνο ο Σανσόν τεμάχιζε τα θύματά του και έφτιαχνε φάρμακα χρησιμοποιώντας βότανα που είχε στον κήπο του. Επίσης, έπαιζε βιολί και τσέλο, ενώ άκουγε την μουσική του Γκλουκ. Συχνά συναντούσε τον στενό του φίλο Τόμπιας Σμιτ, έναν Γερμανό κατασκευαστή μουσικών οργάνων, ο οποίος αργότερα θα κατασκεύαζε και την γκιλοτίνα του Σανσόν.

Σύμφωνα με μία ανεκδοτική αναφορά, ο Σαρλ-Ανρί Σανσόν έπειτα από την συνταξιοδότησή του συνάντησε τον Ναπολέοντα και ο τελευταίος τον ρώτησε αν μπορούσε να κοιμηθεί όταν είχε εκτελέσει περισσότερα από 3.000 άτομα. Η λακωνική απάντηση του δημίου ήταν: "Αφού οι αυτοκράτορες, οι βασιλείς και οι δικτάτορες μπορούν να κοιμούνται καλά, γιατί δεν θα μπορούσε ένας δήμιος;"

Ο νεότερος γιος του Σανσόν, ο Γκαμπριέλ (1769–27 Αυγούστου 1792) ήταν βοηθός του και πιθανός διάδοχός του από το 1790, ωστόσο πέθανε ξαφνικά γλιστρώντας από το ικρίωμα, ενώ έδειχνε ένα κομμένο κεφάλι στο πλήθος.[7] Ο τραγικός θάνατος του Γκαμπριέλ σήμαινε ότι το κληρονομικό επάγγελμα πέρασε στον μεγαλύτερο γιο του, Ανρί (1767–1840), ο οποίος ήταν στρατιώτης κατά την Επανάσταση (δεκανέας και στη συνέχεια λοχίας της εθνοφρουράς στο Παρίσι, εν συνεχεία στο πυροβολικό και στην δικαστική αστυνομία). Παντρεύτηκε τη Μαρί-Λουίζ Νταμιντό (Marie-Louise Damidot). Ο Ανρί ανέλαβε επίσημα καθήκοντα τον Απρίλιο του 1793 και παρέμεινε ο επίσημος Δήμιος των Παρισίων επί 47 χρόνια. Μεταξύ άλλων, καρατόμησε την Μαρία Αντουανέτα και τον εισαγγελέα Φουκέ-Τενβίλ.

Ο εγγονός του Σαρλ Ανρί, Ανρί-Κλεμάν Σανσόν, ήταν ο 6ος και τελευταίος της δυναστείας των δημίων. Υπηρέτησε ως το 1847. Ο Σαρλ Ανρί Σανσόν πέθανε στις 4 Ιουλίου 1806 και ετάφη σε οικογενειακό τάφο στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης στο Παρίσι.